- παροχετευτικός
- -ή, -ό / παροχευτικός, -ή, -όν ΝΜΑ [παροχετεύω]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παροχέτευση2. αυτός που συντελεί στην παροχέτευση ή είναι κατάλληλος γι αυτήν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παροχετευτικός — ή, ό αυτός που συντελεί στην παροχέτευση, ο κατάλληλος για παροχέτευση: Παροχετευτικός αγωγός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)